Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Συνομιλίες με τη φύση

Από την υπέροχη παραλία "ΠΟΝΤΙΚΟΥ" στο Αλιβέρι, ατενίζοντας τον Ευβοικό κόλπο και απέναντι την Αττική!

Ξεκινήσαμε με την Δέσποινα την πρωινή μας εξόρμηση, (μετακίνηση Β6), αναζητώντας ένα αντίδοτο στην περίοδο του κορονοιού!

Είναι η ευχαρίστηση που αντλούμε από τα μικρά καθημερινά μας πράγματα που βρίσκονται γύρω μας.

Είναι το άρωμα της γυναίκας που στέκεται δίπλα μας και μας αγγίζει αδιόρατα!

Η φύση στο απόγειο της δημιουργίας της!
Κι από τα βράχια βγαίνει η ζωή και τ' άνθη του καλού!
Συνομιλίες με τη φύση και τις μελισσούλες!

Ας περιμένουμε με υπομονή και αισιοδοξία όσα ελπιδοφόρα θά 'ρθουν την άνοιξη που έφτασε και πρέπει να χαρούμε!

Ας ανθίσουμε κι εμείς μαζί της, για εμάς τους ίδιους, για τους συνανθρώπους, για την αναπαραγωγή και την συνέχιση της ζωής!

Καλό Πάσχα!!
Αλιβέρι, 13 Απρίλη 2020
Γιάννης Ντούρμας











Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Παιδικές αναμνήσεις - Ο δρόμος του νερού και της ζωής

Θέλω δε θέλω, πολλές φορές έρχονται στιγμές και ταξιδεύω στο παρελθόν, στον τόπο καταγωγής μου, στην καρδιά του νησιού της Εύβοιας, για να ξαναφέρω στον παιδικό καθρέφτη του μυαλού μου εικόνες χαρούμενες και νοσταλγικές, ένα παιχνίδι πάνω στο δρόμο του νερού, ένα δρόμο από το όνειρο στη ζωή.

Εδώ μαζεύονται όλες οι παιδικές μου αναμνήσεις. Στο περιβόλι μας που βρίσκεται στα νότια του χωριού «Γυμνού» Ερέτριας, στην τοποθεσία του «Κούτσουρου».

Τα περιβόλια τότε, ήταν ανάγκη ζωής για τους νοικοκύρηδες που βασίζονταν στην οικιακή αυτάρκεια και η ζωή τους ήταν εξαρτημένη από τη γη και τους καρπούς της.

Στην περιοχή υπήρχαν πολλά πηγάδια, αλλά λιγοστά είχαν τον μηχανισμό του μαγγανοπήγαδου.

Το δικό μας το περιβόλι ολόκληρο ποτίζονταν με νερό του πηγαδιού, που έβγαινε από το μαγγανοπήγαδο. Ένα μεγάλο κυλινδρικό τροχό τοποθετημένο πάνω στο πηγάδι, με σύστημα από δύο οδοντωτά κυκλικά γρανάζια, ένα οριζόντιο κι ένα κάθετο, που τα δόντια τους ήταν σε συμπλοκή. Όλος ο μηχανισμός κινούνταν με τον κορμό δένδρου (καδρόνι), του οποίου η μία άκρη ήταν περασμένη στην κορφή του μαγγάνου και η άλλη δενόταν στο συμπαθές τετράποδο (γαϊδούρι) το οποίο περιστρεφόταν.

Η άντληση του νερού γινόταν με αυτόν τον μηχανισμό, όπως το σύστημα του κομπολογιού, με μεταλλικά δοχεία (κουβάδες), που ήταν προσδεμένα με μεταλλικά σίδερα σε ίσες αποστάσεις.

Ο μεγάλος κυλινδρικός τροχός, που αποτελούσε το τύμπανο του μαγγάνου περιέστρεφε το σύστημα αυτό και κατέβαζε κενά και ανάποδα τους μεταλλικούς κουβάδες, οι οποίοι έμπαιναν ο καθένας στο νερό γέμιζαν και όταν έφταναν στην κορυφή του τυμπάνου, ανατρέπονταν πάλι και άδειαζαν το νερό σε μεταλλική σκάφη.

Από εκεί έμπαινε το νερό σε μικρό μεταλλικό φρεάτιο και μετά, μέσα από το αυλάκι, το νερό έπαιρνε το δρόμο του για τα δένδρα και τα κηπευτικά σε όλο το περιβόλι.

Το γαϊδούρι δεμένο με τη λαιμαριά και τα μάτια κλεισμένα στο πλάι με (παρωπίδες), για να μη ζαλίζεται, έκανε κύκλους στο πηγάδι και συγχρόνως ένα μεταλλικό πλατύ κλειδί ασφάλειας, η καστάνια, έπεφτε πάνω στα δόντια του οριζόντιου οδοντωτού τροχού και τα χτυπούσε ένα - ένα, όπως παίζουν οι χάνδρες του κομπολογιού.

Είναι απερίγραπτο το ωραίο και ατέλειωτο άκουσμα του χαρακτηριστικού μεταλλικού κτύπου της καστάνιας, σαν τις νότες (νταγκ - νταγκ - νταγκ), όταν το γαϊδούρι έκανε κύκλους και το μαγγανοπήγαδο λειτουργούσε.

Στεκόμασταν σαν χάνοι, με το στόμα ανοικτό, δίπλα στο μαγγανοπήγαδο και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε πως ένα ταπεινό ζώο κατάφερνε, γυρίζοντας γύρω - γύρω,  να βγάζει νερό από τα σπλάχνα της γης, με τους κουβάδες που κατέβαιναν αδειανοί και ανέβαιναν γεμάτοι, και να δίνει ζωή στα δένδρα και σε όλες τις πρασινάδες.

Ο πατέρας φρόντιζε, έσκαβε και αφράτιζε το χώμα στο περιβόλι, ύστερα το χώριζε με μεγάλα κάθετα αυλάκια σε τμήματα.
Κάθε τμήμα το χώριζε επίσης σε μικρότερα οριζόντια αυλάκια και εκεί έπιανε δουλειά η μάνα, η οποία με τη σειρά της φύτευε τα φυτά ή τους σπόρους σε σειρά και με τάξη.

Εγώ με τον μικρότερό μου αδερφό, αναλαμβάναμε συνήθως το πότισμα. Ποτίζαμε ώρες, περιμέναμε να γεμίσει ένα αυλάκι νερό, παίρναμε το χώμα με την τσάπα, κλείναμε αυτό το αυλάκι και στέλναμε το νερό στο επόμενο και ούτω καθεξής. …και σκουπίζαμε τον ιδρώτα από το μέτωπο καθώς έφτανε μέχρι την άκρη της μύτης.

Παρακολουθούσαμε το δρόμο του νερού και πως οι σπόροι σκίζανε με κόπο το χώμα για να δουν το φως.

Το κρύο νερό κυλούσε μέσα στο αυλάκι, μύριζε το βρεγμένο χώμα και ένοιωθες την ανάγκη (και το ΄κανες), να βουλιάξεις τα ξυπόλυτα πόδια σου μέσα του και να γίνεις κι εσύ σαν ένα διψασμένο δενδράκι του περιβολιού, που έπαιρνε ζωή από το νερό της γης.

Δεν ξεχνώ και την γωνιά στην άκρη του περιβολιού, που όλα τα φυτά συνυπήρχαν αρμονικά, χωρίς σχέδιο φύτευσης. Μαρούλια δίπλα σε βλίτα, ντομάτες δίπλα σε κατιφέδες, κολοκυθιές που έκρυβαν τους καρπούς τους ανάμεσα στις αντράκλες και στις γαλατσίδες, που χάριζε απλόχερα η μάνα γη, με την απίστευτη καλοσύνη της.

Περνούσαμε ώρες απολαυστικές, χαρούμενες, χωρίς βιασύνη, χωρίς κούραση, μέχρι αργά τα απογεύματα, στις τελευταίες αχτίδες του ήλιου στη δύση.

Μια γοητεία ολόκληρη η διαδικασία. Βλέπαμε τη σπορά και τη γέννεση, ότι με φροντίδα κι αγάπη η ζωή ξεπηδούσε μέσα από το χώμα το ιερό. 
Μεγαλώναμε κι εμείς μαζί με τα φυτά, κάτω από την κληματαριά, δίπλα στη βερικοκιά, ανάμεσα στις κίτρινες κυδωνιές, στις μυρωδάτες αχλαδιές, στις ανθισμένες ροδιές και σε όλο το μεγαλείο της φύσης, στα καθαρά χρώματα, στις μεθυστικές ευωδιές και στις δυνατές γεύσεις.

Όταν κουρασμένοι από τις ατέλειωτες δουλειές, στεκόμασταν λιγουλάκι κάτω από την σκιά της κληματαριάς, για να ξαποστάσουμε, ερχόταν η σειρά του φαγητού, η απόλαυση μιας όμορφης τελετής, να γευτούμε τους καρπούς με τα αρώματα και τις δυνατές γεύσεις του περιβολιού. Μια φτενόφλουδη κατακόκκινη ντομάτα χαρακτή, μια χούφτα ελιές, ένα ευωδιαστό σπυραλατισμένο αγγουράκι, μια μπουκιά ξερό ψωμί… και τ΄αχλάδια που έβγαζαν το άρωμά τους σε κάθε δαγκωματιά, αφήνοντας στο τέλος μια νοσταλγική κι ευχάριστη γευστική ανάμνηση.

Τα τζιτζίκια έκαναν πάρτυ και τα πουλιά ξεδιψούσαν στους καταπότες και κελαιδούσαν ολόγυρα με ήχους ξεκάθαρους και μεταλλικούς, σκεπάζοντας όλους τους θορύβους της φύσης, ακόμη και τις φωνές μας, φροντίζοντας έτσι για την τέρψη μας.

Όλα γύρω μας λαμποκοπούσαν στο φως, οι πασχαλίτσες, οι κάμπιες πάνω στο ζωντανό βλαστό και η σμαραγδένια σαύρα να πετάγεται ξαφνικά και να εξαφανίζεται.

Ταυτόχρονα, είχε την ευκαιρία να ξεκουραστεί και να ξεδιψάσει και το συμπαθέστατο τετράποδο.

Αργά κοντά βράδυ όταν γυρίζαμε στο σπίτι, το καλάθι πάντα ήταν φορτωμένο με κάθε λογής ευωδιαστά φρούτα και κηπευτικά του περιβολιού.

Τώρα όλα χάθηκαν μαζί με τους ανθρώπους που λάτρευαν τη γη.

Το μαγγανοπήγαδο έμεινε για καιρό ένα παλιοσίδερο μέσα στη σιωπή, ένα σβησμένο χαμόγελο, (και ξεχάστηκε, γιατί σήμερα η άντληση του νερού αντικαταστάθηκε από σύγχρονα αυτοματοποιημένα ηλεκτρικά αρδευτικά συστήματα).

Έτσι έσβησε κι αυτό σιγά - σιγά και χάθηκε, όπως χάνεται κάθε ωραίο σ΄αυτό τον κόσμο. (Όσα διασώθηκαν κοσμούν μόνο λαογραφικά μουσεία).

...Τα γράφουμε για να μη ξεχαστούν.

Γιάννης Ντούρμας 
Αλιβέρι, 12 Απριλίου 2020