Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Το γρήγορο βήμα της Δώρας

Τα τελευταία χρόνια περνάμε δύσκολα, παντού φόβος και πανικός.
Η καθημερινότητα και τα προβλήματα μας έχουν ρουφήξει μέσα σε μια αδυσώπητη «μαύρη τρύπα» από την οποία δεν μπορούμε να βρούμε διέξοδο.
Η κρίση μας αποξενώνει μας φέρνει κούραση και μας απομονώνει. 

Απρίλης 2017, πλησίαζε το Πάσχα. Απρόθυμα μια μέρα κατέβηκα στην Αθήνα.

Μια βόλτα στη Αθήνα που με έκανε να αναθεωρήσω πολλά πράγματα.
Δεν μπορώ να πω ότι τα πράγματα ήταν όπως τα περίμενα.
Οι δρόμοι φαίνονταν σχεδόν αδειανοί, δεν με βοηθούσαν… σαν κάτι να έλειπε. Λίγος ο κόσμος με πρόσωπα παγωμένα και μαγκωμένα, οι καταστηματάρχες έμοιαζαν σαν να «πνίγονται».

Αρκετά μαγαζιά κλειστά με τη χαρακτηριστική κίτρινη επιγραφή «ενοικιάζεται», να μένουν στη σκόνη, άδεια και σκοτεινά. Προσπάθειες, όνειρα και ελπίδα που έριξαν την αυλαία.
Μια θλιβερή εικόνα με μια κατάσταση πολύ περίεργη.

Οι άνθρωποι δίπλα μου, μπροστά μου, πίσω μου, να φαίνονται μπερδεμένοι και βιαστικοί, χαμένοι στις σκέψεις, φοβισμένοι, σκυμμένοι με ανέκφραστα βλέμματα, κυρτούς ώμους, βαρύ βήμα, καχύποπτοι και απόμακροι.

Πρόσωπα που έλαμπαν σπάνια συναντούσα.
Άνθρωποι άνετοι ομιλητικοί και χαμογελαστοί, ελάχιστοι.

Μία από τις καθημερινές εικόνες στους δρόμους της Αθήνας, στο Μετρό, σε πλατείες και παγκάκια της πόλης, εκεί που συνυπάρχουν άνεργοι, εξαρτημένοι στα έσχατα της ζωής τους, άνθρωποι απόκληροι σε παραγωγική ηλικία, οι οποίοι προστέθηκαν στις παροπλισμένες ομάδες πολιτών αυτής της χώρας, αχρηστεμένοι και περιθωριοποιημένοι, που σε κανονικές συνθήκες θα είχαν πολλά να δώσουν.

Αφού πέρασα συνοικιακά καταστήματα χωρίς να μπορώ να βρω τίποτα που θα μου άλλαζε τη διάθεση, πήγα προς το σταθμό.
Πήρα το τρένο, κατέβηκα στο κέντρο. Περπάτησα από την Ομόνοια ως το Σύνταγμα.
Έμοιαζε η Αθήνα αφιλόξενη, μια ατμόσφαιρα άγχους, πίεσης, στενότητας. Τα όσα έχουν γίνει τελευταία, μνημόνιο, μειώσεις και τα όσα περιμέναμε να έρθουν.
Πορτοφόλια άδεια και καρδιές παγωμένες.  
Ή ίσως, απλώς, έτσι ήμουν εγώ.
Περπάτησα στο Σύνταγμα, κατέβηκα την Ερμού. Τίποτα…

Φτάνοντας στο Μοναστηράκι άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως εγώ είχα το πρόβλημα.
Όλα τα έβλεπα κατσουφιασμένα.
Πήρα πάλι το τρένο.

Ένα πολυκατάστημα βιβλιοπωλείου και παιχνιδιών στο εμπορικό κέντρο.
Ίσως εκεί να μου έδειχνε κάτι διαφορετικό.
Μπήκα μέσα.
Λίγοι γονείς με παιδιά, μπαμπάδες και μαμάδες μόνοι τους, μεγάλοι αδερφοί και αδερφές, όλοι έψαχναν στα ράφια.
Όμως, όλοι έμοιαζαν σαν να βρίσκονται σε έναν κόσμο υπολογισμών και πράξεων.
Απογοητευμένος, γύρισα προς την πόρτα.

Περνώντας από το ταμείο δεν μπόρεσα παρά να σταθώ και να παρατηρώ το πιτσιρίκι που κρατούσε ένα τεράστιο κουτί στα χέρια του και παρακαλούσε τη μαμά του.
Το θέαμα του μικρού με το κουτί, που του έφτανε πάνω από τη μέση στα χέρια, με έκανε να σταματήσω πιο πέρα.
Αυτό που έβλεπα, δεν ξέρω γιατί, μου κίνησε το ενδιαφέρον, ομολογώ πως έμοιαζε κάτι διαφορετικό.
Ο μικρός με μεγάλη δυσκολία μπορούσε να το σηκώσει προσπαθώντας να το δώσει στη μάνα του, χαμογελώντας και παίζοντας.

Εκείνη κρατούσε δυο-τρία πράγματα στα χέρια και τον κοιτούσε απεγνωσμένη.
Ακουμπώντας τα πράγματα στο ταμείο, έσκυψε και άρχισε να του μιλά σιγά.
Του είπε ότι δεν είχαν λεφτά για άλλα, του είπε ότι θα έπρεπε να είναι χαρούμενος έστω με αυτά που πήραν για τα οποία ο μπαμπάς δούλευε όλη μέρα, του είπε ότι ίσως μπορέσουν του χρόνου να πάρουν το μεγάλο κουτί.

Εκείνος την κοιτούσε και τα μάτια του βούρκωσαν και σκοτείνιασαν.
Έτοιμος να κλάψει, δεν γκρίνιαξε, δεν κουνήθηκε καν.
Απλώς άφησε το κουτί στο πάτωμα και της έπιασε το χέρι.
Τα μάτια του συνέχιζαν βουρκωμένα.

Του ζήτησε να πάει το κουτί στη θέση του, αλλά η ταμίας, βλέποντας ότι ήταν σε δύσκολη θέση της είπε να το αφήσει εκεί, ότι θα το επέστρεφε εκείνη.
Η μητέρα έσκυψε, φίλησε το γιο της και του είπε μια λέξη που ήταν: «Ευχαριστώ».

Πλήρωσαν, πήραν τα λιγοστά ψώνια στη σακούλα κι άρχισαν να περπατούν προς την έξοδο.

Πίσω τους μια ηλικιωμένη καλοσυνάτη γυναίκα, παρακολουθούσε και αυτή από κοντά όλο το σκηνικό της μητέρας με τον πιτσιρικά.

Ξαφνικά, την βλέπω να κάνει ένα γρήγορο βήμα προς το ταμείο.
Διέκοψε τον πελάτη που πλήρωνε και είπε στην κοπέλα: 
«Πόσο κάνει;», δείχνοντας το κουτί που κρατούσε ο μικρός.
«Σε παρακαλώ πήγαινέ το στον πιτσιρικά και πες του κάτι καλό, ότι κέρδισε ένα δώρο από το κατάστημα».

Η ταμίας τους πρόλαβε στην πόρτα σχεδόν.
Είχα ήδη αρχίσει να βγαίνω προς τα έξω όταν την άκουσα να λέει στη μητέρα και στο μικρό, δίνοντάς του το κουτί:
«Ήσασταν οι τυχεροί πελάτες της ημέρας, πήρατε την τυχερή απόδειξη! Τώρα με ειδοποίησαν. Κερδίσατε ένα δώρο από το κατάστημα. Είδα πόσο άρεσε στο παιδί σας αυτό και πήρα την πρωτοβουλία να σας το φέρω, αντί να διαλέξετε μόνοι σας κάτι».
Ύστερα, γυρνώντας προς τον πιτσιρικά του είπε:
«Μικρέ πλησιάζει το Πάσχα! Ο Θεούλης μάλλον σε αγαπάει που ακούς τη μητέρα σου. Ίσως γι’ αυτό κέρδισες!».

Περνούσα από δίπλα τους όταν ο μικρός είχε αγκαλιάσει το κουτί και η μητέρα του κοιτούσε μία την ταμία, μία τον γιο της, σαστισμένη.
Τα μάτια της είχαν βουρκώσει.
«Σε ευχαριστώ. Να είστε καλά».

Σταματημένος εγώ τόση ώρα, κοιτούσα τη σκηνή που με είχε τραβήξει. Η ωριμότητα με την οποία το παιδί σταμάτησε και άκουσε τη μάνα του, η ηρεμία με την οποία εκείνη έσκυψε, του εξήγησε ότι δεν είχαν άλλα λεφτά για δώρα και του ζήτησε να καταλάβει….

Η πράξη της καλοσυνάτης κυρίας…

(Το όνομά της ’’Δώρα’’, από το ’’Θεοδώρα’’ -Δώρο του Θεού-).

Γιάννης Ντούρμας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου